Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι σημαντικές ευκαιρίες και οι προκλήσεις του μέλλοντος για την ελληνική οικονομία δεν έρχονται χωρίς, αντίστοιχα, σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες. του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου ΑπότονΟκτώβριοτου 1973, μήνα που ο πλανήτης και ειδικότερα ο ανεπτυγμένος βιομηχανικός κόσμος γνώρισαν την πρώτηενεργειακή κρίση, με αφορμή τον υπερτριπλασιασμό της τιμής τουπετρελαίου, έχουν περάσει 49 χρόνια. Και στη διάρκειά τους, οκόσμοςμας έχει γνωρίσει 17 κρίσεις, ήτοι μία κάθε τρία χρόνια περίπου. Την ίδια περίοδο όμως, κάπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από την πλήρη φτώχεια, το προσδόκιμο ζωής ανέβηκε κατά 20 χρόνια περίπου και οι επιστημονικές γνώσεις πολλαπλασιάστηκαν επί εκατό. Σήμερα, τόσο η Ελλάδα όσο και ο κόσμος βρίσκονται στη δίνη μιας παγκόσμιαςυγειονομικής κρίσηςαπό τη μια πλευρά, ενώ στην Ευρώπη διεξάγεται ένας νέος πόλεμος μετάαπό 80 χρόνια, γεγονός που αποδεικνύει ότι για κάποιους τα μαθήματα της ιστορίας είναι παντελώς άχρηστα. Έτσι, η σύζευξη πανδημίας και πολέμου στην Ουκρανία διατηρούν ένα κλίμα αβεβαιότητας στην παγκόσμια οικονομία, το οποίο φαίνεται ότι θα έχει διάρκεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι και αυτές αβέβαιες, πλην όμως είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ευτυχώς που η χώρα είναι ενεργό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Διότι στην παρούσα φάση της συνολικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, η Ελλάδα έχει πού να ακουμπήσει. Και αυτό είναι σημαντικό, αν λάβουμε υπόψη μας τις διαρθρωτικές και θεσμικέςαδυναμίες της οικονομίας μας και του κοινωνικού μας ιστού. Μία από τις μεγαλύτερες «ανοικτές πληγές» της ελληνικής οικονομίας είναι ηδιαχρονική δυσκολία της να ισοσκελίσει τουλάχιστον το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), τοοποίοπαραμένει ελλειμματικό καθ’ όλην τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Η διατήρηση ελλειμμάτων στο ΙΤΣ, η οποία υποδηλώνει τη διαχρονική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να παραμένει ανταγωνιστική, αποτελεί μια θεμελιώδηανισορροπίαπουδεν είναι καθόλου βιώσιμη, αφού απαιτεί ισοδύναμα πλεονάσματα στο παρελθόν ή το μέλλον. Η επίτευξη πλεονασμάτων στο ΙΤΣ κάθε άλλο παρά τετριμμένη διαδικασίαείναι, καθώς προϋποθέτει είτε τησημαντικήβελτίωσητηςανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων είτε τησημαντικήμείωσητης καταναλωτικής δαπάνης, μεό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική ευημερία. Υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη για ακόμα ταχύτερη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, η οποία προϋποθέτει την αύξηση της παραγωγικότητας όλων των πόρων και της αποδοτικότητας της παραγωγήςσε ρυθμόαρχικάυψηλότερο και εν συνεχεία τουλάχιστον ισάξιο με τον υπόλοιπο κόσμο. Από το ξέσπασμα έτσι της ελληνικής κρίσης του 2010 και των διορθωτικών της πτυχών, το μεγαλύτερο πρόβλημα της οικονομίας ήταν και είναι η παραγωγική της αποδυνάμωση λόγω διαρκούς μείωσης των επενδύσεων. Η τελευταία είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική απώλεια μέρους του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου, αφού οι επενδυτικές δαπάνες εδώ και 11 έτη δεν επαρκούν να αντισταθμίσουν ούτε τις αποσβέσεις του. Θα πρέπει να τονιστεί πως δεν γίνεται να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς να σταματήσει αυτή η «αιμορραγία» φυσικού κεφαλαίου.Μόνοόταν οι επενδύσεις αυξηθούν αρκετά, ώστε το απόθεμα του φυσικού κεφαλαίου να αρχίσει ξανά να αυξάνεται, θα μπορέσουμε να έχουμε και πάλι αύξηση τουδυνητικού ΑΕΠ και της παραγωγικότητας της εργασίας και επομένως διατηρήσιμη αύξηση του ΑΕΠ, της απασχόλησης και των πραγματικών μισθών. Η έλευση τα επόμενα έτη σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων από τοΤαμείοΑνάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σε συνδυασμό με το νέο ΕΣΠΑ και την ΚΑΠ, αποτελούν μια ευκαιρία ιστορικών διαστάσεων, όχι μόνο για να καλύψουν πλήρως το υπερδεκαετές επενδυτικό κενό, αν κατευθυνθούν εξ ολοκλήρου σε επενδύσεις, αλλά επιπλέον για να επιδιωχθεί μια ανακατεύθυνση της ελληνικής οικονομίαςσε ένανέοαναπτυξιακό μοντέλο, που θα της δώσει διαρκή και διατηρήσιμη ώθηση για τις επόμενες δεκαετίες. Στο πλαίσιο αυτό, όπως πολύσωστάπροτείνει μια μελέτη του Οργανισμού διαΝΕΟσις, αλλά και άλλων φορέων, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί η μέγιστη στρατηγική στόχευση στη διάθεση αυτών των πόρων, αλλάκαι γενικότεραστην επενδυτική πολιτική της χώρας. Η στρατηγική αυτή στόχευση οφείλει να περιλαμβάνει, πρώτα από όλα, την εστίαση στους κλάδους εντάσεως εργασίας. Την παροχή, δηλαδή, σχετικάυψηλότερης προτεραιότητας και ισχυρότερων κινήτρων στις επενδύσεις σε επιχειρηματικές δραστηριότητες που στηρίζονται συγκριτικά περισσότεροστην εργασίαέναντι των υπόλοιπωνσυντελεστών παραγωγής. Έτσι, κάθε μονάδα επιπλέονφυσικού κεφαλαίου θα δημιουργεί περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, απομειώνοντας γρηγορότερα το απόθεμα αναξιοποίητου πόρου που ονομάζεται ανεργία. Επίσης, χρειάζεται ειδική μέριμνα για τη σχετικά μεγαλύτερη τόνωση των επενδύσεων που θα συνεισφέρουν περισσότερο στην ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Οι σημαντικές ευκαιρίες και οι προκλήσεις του μέλλοντος για την ελληνική οικονομία δεν έρχονται χωρίς, αντίστοιχα, σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες. Πρώτα από όλα, η πανδημία δεν έχει τελειώσει, και παρά την παρατηρούμενη φθίνουσα επίπτωση που έχει στις οικονομίες όλου τουκόσμου, δεν γνωρίζουμεμεβεβαιότητα τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Δεύτερον, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης αλλά και της πολιτικής σύγκρουσης της Ρωσίας με την Ουκρανία, είμαστε μάρτυρες μιας θεαματικής επιστροφής του πληθωρισμούστηδιεθνήοικονομική σκηνή, με ταυτόχρονη ενεργειακή έκρηξη, επικίνδυνη για την γενικότερη ασφάλεια της Ευρώπης. Η ενέργεια είναι ένα πρακτικά αναντικατάστατο ενδιάμεσο αγαθό, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή όλων των υπόλοιπων αγαθών και συνεπώς μπορεί να χαρακτηριστεί το «ψωμί της οικονομίας». Ηδιατήρησηυψηλών ποσοστών ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα επιβάλλει τη λήψη στοχευμένων μέτρων ενίσχυσης των ευάλωτων «τελικών καταναλωτών» της. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κίνδυνος της επιστροφής της οικονομίας σε νέα φάση «κρίσης χρέους» είναι ορατός και τροφοδοτεί την αβεβαιότητα. Συνεπώς, με εφαλτήριο το Ταμείο Ανάκαμψης, η καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους δεν είναι άλλη από την ταχεία «φυγή προς τα εμπρός» της ελληνικής οικονομίας, με την επίτευξη σημαντικών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης τα προσεχή έτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη για άμεσες μεταρρυθμίσεις που θα απαλλάξουν διά παντός την οικονομία μας από τις θεμελιώδεις της αδυναμίες. Με εφαλτήριο το Ταμείο Ανάκαμψης, η καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους δεν είναι άλλη από την ταχεία «φυγή προς τα εμπρός» της ελληνικής οικονομίας, με την επίτευξη σημαντικών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης τα προσεχή έτη Το Ταμείο Ανάκαμψης και η έξοδος από την οικονομία χρέους 74 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022 άποψη
RkJQdWJsaXNoZXIy ODAxNzc=