Σύμφωνα με μελέτη της ΔιαΝΕΟσις, το 2023 η συνολική αξία της ελληνικής αγροτικής παραγωγής ήταν σχεδόν 12,9 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 3% έναντι του 2022. Τα τελευταία 30 έτη διατηρείται ένας μέσος ετήσιος ρυθμός συρρίκνωσής της περίπου 0,3%. Ο αγροτικός τομέας αποτελεί έναν από τους βασικότερους πυλώνες για την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας. Στην Ελλάδα, διαφαίνεται μια διαχρονική αδυναμία της αγροτικής παραγωγής να μεγεθυνθεί σε πραγματικούς όρους, εξαιρουμένου του 2023, ενώ διατηρείται ένας μέσος ετήσιος ρυθμός συρρίκνωσης περίπου 0,3% τα τελευταία 30 έτη. Παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις στους δείκτες που μετρούν την παραγωγικότητα της εργασίας και του εδάφους, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την Ε.Ε. Σύμφωνα με μελέτη της ΔιαΝΕΟσις, αυτό οφείλεται σε ορισμένα προβλήματα του ελληνικού αγροτικού τομέα, καθώς διαθέτει μικρές και κατακερματισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ενώ η πλειοψηφία των αγροτών έχουν μεγάλη ηλικία και χαμηλό επίπεδο τεχνικής εκπαίδευσης. Επιπλέον, υστερεί στις επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου και στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, ενώ και η εξέλιξη του κόστους παραγωγής παρουσιάζεται δυσμενής. Η μελέτη φανερώνει πώς έρχεται αντιμέτωπος ο αγροτικός τομέας με τις σύγχρονες περιβαλλοντικές προκλήσεις: την κλιματική αλλαγή και τη διαχείριση των υδάτων. Οι διαχρονικές αυτές αδυναμίες χρήζουν ουσιαστικής αντιμετώπισης, με μια σειρά προτεινόμενων μέτρων προσαρμογής του ελληνικού αγροτικού τομέα. Τα συμπεράσματα της μελέτης Αναλυτικότερα, τα βασικότερα συμπεράσματα της μελέτης συνοψίζονται στα εξής βασικά στοιχεία: Το 2023, η συνολική αξία της ελληνικής αγροτικής παραγωγής ήταν σχεδόν 12,9 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 3% έναντι του 2022. Σε πραγματικούς όρους όμως, απομονώνοντας τις επιδράσεις των τιμών, η μεταβολή έφτανε στο -16,1%, εξέλιξη που μπορεί να αποδοθεί στις συνέπειες της κακοκαιρίας Daniel. Διαφαίνεται μια διαχρονική αδυναμία της ελληνικής αγροτικής παραγωγής να μεγεθυνθεί σε πραγματικούς όρους, εξαιρουμένου του 2023, ενώ διατηρείται ένας μέσος ετήσιος ρυθμός συρρίκνωσης περίπου 0,3% τα τελευταία 30 έτη. Η συνολική παραγωγή στην Ελλάδα ξεπέρασε τα 14 δισ. ευρώ το 2023, επίσης μειωμένη κατά 1,4% σε σχέση με το 2022. Οι εξαγωγές τροφίμων, ποτών και ειδών καπνού διατηρούν μια μόνιμα αυξητική πορεία μετά το 2004 με επιταχυνόμενο ρυθμό, η οποία δεν ανεκόπη ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το 2023, ξεπέρασαν τα 8,8 δισ. ευρώ, αυξανόμενες κατά 9% σε σχέση με το 2022. Οι εξαγωγές των προϊόντων που παράγονται απευθείας από τον αγροτικό τομέα, παρουσιάζουν θετική μακροχρόνια τάση, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης να φτάνει στο 3,9% από το 2005 έως το 2019 και να επιταχύνεται άνω του 7,4% από το 2020 έως το 2023. Από το 2012, οι ελληνικές εξαγωγές στα είδη αυτά ξεπερνούν διαρκώς τις αντίστοιχες εισαγωγές, γεγονός που υποδηλώνει μια σαφή βελτίωση της μέσης ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές. Από το σύνολο της αξίας των προϊόντων του αγροτικού τομέα, ποσοστό που ξεπερνάει το 15% οδεύει σε εξαγωγές, με το υπόλοιπο σχεδόν 85% να διατίθεται για εγχώριες χρήσεις. Οι τρεις κύριοι εγχώριοι χρήστες των προϊόντων, καλύπτουν την πλειονότητα των σχετικών χρήσεών τους από τους εγχώριους παραγωγούς: τα νοικοκυριά κατά 82%, η βιομηχανία τροφίμων, ποτών και καπνού κατά 89% και η διαμονή και εστίαση κατά 92%. Το 2023, απασχολήθηκαν στον κλάδο περισσότερα από 461 χιλιάδες άτομα, με το μερίδιο στη συνολική απασχόληση να φτάνει στο 11%. Τα τελευταία τρία έτη παρατηρείται μια τάση αύξησης της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα, χωρίς, όμως, αυτό να αντικατοπτρίζεται στην αντίστοιχη μεταβολή στην αξία παραγωγής, η οποία παρουσιάζει σημαντικά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα μέσα επίπεδα στην Ε.Ε. Προβλήματα και προκλήσεις Παρά το καλό επίπεδο μέσης ανταγωνιστικότητας, ο ελληνικός αγροτικός τομέας παρουσιάζει σημαντικά χαμηλές επιδόσεις σε όλους τους δείκτες που μετρούν την παραγωγικότητα της εργασίας και του εδάφους, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την Ε.Ε. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε ένα ευρύ πεδίο κύριων προβλημάτων και αδυναμιών, που αποτελούν καθολικά ζητήματα για ολόκληρη την ελληνική οικονομία και μπορούν να κατανεμηθούν σε έξι κατηγορίες: 1 Πολύ μικρές και κατακερματισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις Η μέση χρησιμοποιούμενη έκταση των ελληνικών αγροτικών μονάδων το 2020 ξεπερνούσε οριακά τα 5,3 εκτάρια (53 στρέμματα), λιγότερο από το 1/3 της αντίστοιχης μέσης έκτασης στην Ε.Ε. (17,1 εκτάρια). Η πολύ μικρή μέση έκταση δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των αυξανομένων οικονομιών κλίμακας, που προκύπτουν από την αύξηση του σταθερού κόστους. Αντίθετα, λειτουργεί στρεβλωτικά, περιορίζοντας τα οφέλη που προκύπτουν από τον σταδιακό εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων ανά αγροτική εκμετάλλευση, κάτι που οδηγεί σε περιορισμένο φυσικό κεφάλαιο και χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και της έκτασης, για το σύνολο του κλάδου. Το πρόβλημα αυτό είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, όπως η γεωγραφική μορφολογία της Ελλάδας, το γενικότερο μοντέλο της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα (κυριαρχία μικροεπιχειρήσεων και οικογενειακών επιχειρήσεων και εκτεταμένη επιχειρηματικότητα ανάγκης), το διαχρονικό κληρονομικό δίκαιο και η μη αποδοτική χρήση του εργαλείου του αναδασμού, η ανεπαρκής χωρική οργάνωση της χρήσης του εδάφους, Ο Αγροτικός Τομέας στην Ελλάδα Οι παθογένειες συρρικνώνουν η μικρή φορολόγηση της ιδιοκτησίας αγροτικών εκτάσεων (ακόμα και όταν παραμένουν ανενεργές) και τα διάφορα οικονομικά κίνητρα διατήρησης μικροκαλλιεργειών. Η αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων, με προτεραιότητα στον καθορισμό επιτρεπτών χρήσεων γης και τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος κινήτρων - αντικινήτρων, μπορεί να αντιστρέψει την εξέλιξη του προβλήματος. 2 Μεγάλη ηλικία αγροτών Το 2020, σχεδόν το 65% των διαχειριστών αγροτικών μονάδων ήταν τουλάχιστον 55 ετών, με την πλειονότητα (37,1%) να είναι τουλάχιστον 65 ετών. Βάσει αυτών των στοιχείων, χρειάζεται τα επόμενα χρόνια να αναπληρωθούν περί τα 200 χιλιάδες άτομα, ενώ εντός της επόμενης δεκαετίας θα χρειαστεί κάτι αντίστοιχο για άλλα σχεδόν 150 χιλιάδες άτομα. Η μεγάλη ηλικία των αγροτών, που συνήθως συνδυάζεται και με χαμηλό εκπαιbusinessfocus 48 #36 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024
RkJQdWJsaXNoZXIy ODAxNzc=