Business News Magazine #38

Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ - Κίνας θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη αποδιοργάνωση στην τωρινή φάση του, ανέφερε σε πρόσφατη ανάλυσή του στο Forbes o Nick Sargen, διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και σύμβουλος Οικονομικών στη Fort Washington Investment Advisors. Γράφει η Βενετία Σακελλαρίου Αφορμή για την έναρξη του εμπορικού αυτού πολέμου ήταν η δημοσίευση μιας έκθεσης, τον Μάρτιο του 2018, από τον ειδικό εμπορικό αντιπρόσωπο Robert Lighthizer, σύμφωνα με την οποία η Κίνα πραγματοποιούσε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Το παρασκήνιο βέβαια -και μια κύρια αιτία- ήταν ότι η Κίνα είχε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα από τότε που έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), στα τέλη του 2001. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ, που βίωναν σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας, κυρίως στον τομέα της μεταποίησης, κατηγόρησαν την Κίνα για λεηλασία της πνευματικής τους ιδιοκτησίας και εξέφρασαν την ολοένα αυξανόμενη ανησυχία τους για την εθνική τους ασφάλεια. Κατά τον επόμενο ενάμιση χρόνο, οι ΗΠΑ εισήγαν σταδιακά δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα, οι οποίοι έφτασαν, τελικά, να αντιστοιχούν περίπου στο ήμισυ των αγαθών που εισάγονταν από τη χώρα. Οι αυξήσεις των δασμών από τις ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές οδήγησαν σε μια γρήγορη αντίδραση της Κίνας, αυξάνοντας κι εκείνη, με τη σειρά της, τους δασμούς για τις αμερικανικές εισαγωγές. Αν και η εμπορική σύγκρουση φάνηκε να κλιμακώνεται το φθινόπωρο του 2019 με νέες αυξήσεις δασμών, στο τέλος του ίδιου έτους οι δύο χώρες συμφώνησαν σε ανακωχή, ακυρώνοντας ορισμένες από τις ανακοινωθείσες αυξήσεις και ανατρέποντας κάποιες από τις προηγούμενες αυξήσεις δασμών. Ο υψηλότερος συντελεστής ορίστηκε στο 25%, ενώ ο μέσος συντελεστής εκτιμάται ότι ήταν περίπου 20%. Ορισμένοι παρατηρητές κατέληξαν τότε στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της Κίνας, αλλά αυτό δεν θα ήταν άμεσα εμφανές. Ωστόσο, διάφορες τωρινές εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι ο αντίκτυπος αυτήν τη φορά θα μπορούσε να είναι ακόμα μεγαλύτερος. Σύμφωνα με τον Sargen, ένας λόγος είναι ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σκέφτεται να επιβάλει δασμούς σημαντικά μεγαλύτερους από ό,τι κατά την πρώτη προεδρία του. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ δεσμεύτηκε να αυξήσει τους δασμούς σε όλα τα κινεζικά προϊόντα στο 60%, ενώ ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει να αυξάνει τους δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα κατά 10% από την ημέρα της ορκωμοσίας του. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν έχουν αντιδράσει μέχρι στιγμής, επειδή πολλοί επενδυτές έχουν θεωρήσει τις απειλές διαπραγματευτικό τέχνασμα του Τραμπ. Η μέση προσδοκία, όμως, 50 οικονομολόγων, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Reuters, ήταν ότι οι δασμοί του 40% θα έχουν τεθεί σε ισχύ ήδη στις αρχές του έτους. Σε αυτή την περίπτωση, οι συμμετέχοντες της έρευνας εκτιμούν ότι ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας θα μειωθεί κατά 0,5 έως 1 ποσοστιαία μονάδα το 2025. Μια άλλη σκέψη είναι ότι η Κίνα έχει καταφέρει να παρακάμψει ορισμένους από τους υφιστάμενους δασμούς, ανακατευθύνοντας τα αγαθά που αποστέλλονται στις ΗΠΑ μέσω των εγκαταστάσεών της στο Μεξικό και στο Βιετνάμ. Έτσι, ενώ οι εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά περίπου 110 δισεκατομμύρια δολάρια από το 2018 έως το 2023, οι εισαγωγές από το Μεξικό και το Βιετνάμ αυξήθηκαν κατά περίπου 130 δισεκατομμύρια δολάρια και 70 δισεκατομμύρια δολάρια, αντίστοιχα. Οι Κινέζοι εξαγωγείς μπορούν ακόμη να στραφούν σε νέες αγορές και να δημιουργήσουν offshore επιχειρήσεις, αλλά ο Τραμπ έχει δεσμευτεί ότι θα σταματήσει αυτή την προσπάθεια. Έχει απειλήσει να αυξήσει τους δασμούς στα προϊόντα από το Μεξικό κατά 25% και να επιβάλει δασμούς από 100% έως 200% στο ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται από τις κινεζικές εταιρείες στο Μεξικό και εξάγεται στις ΗΠΑ. Μια άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι η οικονομία της Κίνας είναι σήμερα σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι όταν ξεκίνησε αυτός ο εμπορικός πόλεμος, εξαιτίας μιας σειράς δυσμενών εξελίξεων. Σε αυτές περιλαμβάνονται η έκρηξη της αγοράς ακινήτων, που οδήγησε σε σημαντική καταστροφή της οικονομίας, η «εξουθενωτική» πολιτική του ενός παιδιού και η ήπια αντίδραση στην άρση των περιορισμών που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19. Η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα δημοσιονομικά μέτρα για την ενίσχυση της οικονομίας, αλλά ο αντίκτυπος μέχρι στιγμής είναι περιορισμένος. Ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να αποδυναμώσει τη θέση της Κίνας στις διαπραγματεύσεις. Διάφορες εξελίξεις, ωστόσο, υποδηλώνουν ότι η κυβέρνηση της Κίνας είναι απίθανο να δεχθεί τα μελλοντικά εμπορικά πλήγματα χωρίς αντίποινα για τις ΗΠΑ. Οι Financial Times αναφέρουν ότι η Κίνα έχει θεσπίσει σαρωτικούς νόμους ήδη από την πρώτη θητεία του Τραμπ, που της επιτρέπουν να αντιδράσει σε μέτρα που λαμβάνονται από άλλες χώρες. Αυτοί της επιτρέπουν να βάζει σε μαύρη λίστα ξένες εταιρείες, να επιβάλλει τις δικές της κυρώσεις και να κόβει την αμερικανική πρόσβαση σε κρίσιμες αλυσίδες εφοδι- «Πόλεμος» δασμών H διαμάχη ΗΠΑ - Κίνας επαναπροσδιορίζει το παγκόσμιο εμπόριο ασμού. Ένας διευρυμένος νόμος για τον έλεγχο των εξαγωγών σημαίνει ότι η κινεζική κυβέρνηση μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιήσει την παγκόσμια κυριαρχία της σε πόρους, όπως οι σπάνιες γαίες και το λίθιο, που είναι ζωτικής σημασίας για τη σύγχρονη τεχνολογία, ώστε να περιορίσει την πρόσβαση άλλων χωρών σε αυτούς. Η Κίνα ανακοίνωσε πρόσφατα ότι απαγορεύει και την εξαγωγή ορισμένων σπάνιων ορυκτών στις ΗΠΑ - μία ημέρα αφότου η κυβέρνηση Μπάιντεν αυστηροποίησε την κινεζική πρόσβαση στην προηγμένη αμερικανική τεχνολογία. Αυτό εγείρει την πιθανότητα να υπάρξει μια περαιτέρω κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι ότι ο πρόεδρος John Moolenaar (R-Mich.) της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα εισήγαγε, πριν λίγο καιρό, νομοσχέδιο που ανακαλεί το καθεστώς του ευνοούμενου έθνους για την Κίνα (με την ονομασία Μόνιμες Κανονικές Εμπορικές Σχέσεις ή PNTR), το οποίο της είχε χορηγηθεί όταν εντάχθηκε στον ΠΟΕ. Η πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Peterson, “International Economics” διαπίστωσε ότι ο τερματισμός του καθεστώτος PNTR της Κίνας θα μπορούσε να προκαλέσει υψηλότερο πληθωρισμό στις ΗΠΑ και βραχυπρόθεσμη μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), εξαιτίας των οποίων η οικονομία δεν θα ανακάμψει ποτέ πλήρως. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι χρηματιστηριακές τιμές θα μειώνονταν, με τις εταιρείες αγροτικών προϊόντων, διαρκούς μεταποίησης και εξόρυξης να απορροφούν τις μεγαλύτερες από αυτές τις μειώσεις». Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, ο κίνδυνος είναι ότι η τωρινή φάση της εμπορικής σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα μπορούσε να είναι πιο επιζήμια τόσο για την Κίνα όσο και για τις ΗΠΑ σε σύγκριση με την πρώτη. Αν ισχύσει αυτό, οι παγκόσμιες αγορές θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε αποσταθεροποίηση και οι επενδυτές θα συνειδητοποιούσαν ότι δεν υπάρχουν νικητές από έναν εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, που πλέον θα ήταν πιο αποδιοργανωτικός από ποτέ. businessfocus Οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν δει αξιοσημείωτη μείωση του μεριδίου αγοράς τους στις ΗΠΑ. Μέχρι το 2023, το συνολικό μερίδιο αγοράς της Κίνας στις ΗΠΑ είχε μειωθεί κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 13,9%, με ακόμη πιο απότομη μείωση στους τομείς που επηρεάζονται από τους δασμούς 38 #38 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025

RkJQdWJsaXNoZXIy ODAxNzc=