Το Brain Gain αναδεικνύει το κέρδος για την ελληνική οικονομία από την επιστροφή του εξειδικευμένου προσωπικού στη χώρα ή, αλλιώς, της γενιάς του Brain Drain, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό (τρεις στους τέσσερις) δηλώνουν ότι η εμπειρία στο εξωτερικό τους έκανε πιο ανταγωνιστικούς και εφαρμόζουν στην τωρινή τους εργασία στην Ελλάδα την τεχνογνωσία και τις δεξιότητες που απέκτησαν στο εξωτερικό. Γράφει η Μαρία Ακζώτη Η επιστροφή των Ελλήνων, που έφυγαν από τη χώρα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το λεγόμενο «Brain Gain», αναδιαμορφώνει δυναμικά την ελληνική αγορά, με την πληροφορική να ξεχωρίζει ως κορυφαίος πόλος έλξης. Οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν καινοτόμους θέσεις εργασίας και ανταγωνιστικά πακέτα, ενθαρρύνοντας όλο και περισσότερους Έλληνες επαγγελματίες να αφήσουν το εξωτερικό και να επενδύσουν τις δεξιότητές τους στην Ελλάδα. Αυτός ο τομέας, γεμάτος προοπτικές, τροφοδοτεί την εγχώρια ανάπτυξη, δημιουργώντας ευκαιρίες για μια σύγχρονη και ισχυρή ψηφιακή οικονομία. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, τον Μάρτιο του 2024, από τους 680.000 νέους ανθρώπους που είχαν φύγει από τη χώρα, όπως είχε υπολογίσει η Τράπεζα της Ελλάδος, έχουν επιστρέψει πάνω από 350.000, δηλαδή έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα περισσότεροι από τους μισούς. Η χρονιά «ρεκόρ» για την επιστροφή των Ελλήνων ήταν το 2020, οπότε και καταγράφηκε το μεγαλύτερο «κύμα» επιστροφής της τελευταίας δεκαπενταετίας, με το 2022 να έπεται στη δεύτερη θέση. Αιτίες που οδήγησαν στο φαινόμενο «Brain Drain» Σύμφωνα με στοιχεία σχετικής έρευνας του ΣΕΒ, το γεγονός ότι χιλιάδες νέοι άνθρωποι υψηλών προσόντων και δεξιοτήτων εγκατέλειψαν την Ελλάδα την περίοδο 2008 - 2017, σε αναζήτηση καλύτερης εργασιακής προοπτικής, δηλαδή το λεγόμενο φαινόμενο «Brain Drain», εκτός από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αντανακλά και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας (έλλειψη αξιοκρατίας, διαφθορά, κακής ποιότητας κοινωνικές παροχές και κακές εργασιακές συνθήκες), ενώ δυσχεραίνει περαιτέρω τη δυνατότητα προσαρμογής και αντιμετώπισης των προκλήσεων της βιομηχανικής επανάστασης. Όπως καταγράφεται στην έρευνα, την περίοδο 2008 - 2017 έφυγε από τη χώρα περίπου το 4,6% του συνολικού της πληθυσμού, άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από το πιο παραγωγικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, με το 51,4% να είναι στην «κρίσιμη» ηλικιακή κατηγορία 25 - 44, και σχεδόν στο 70%, απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης. Επίσης, αναφέρεται ότι οι περισσότεροι είτε δεν σκόπευαν να γυρίσουν μετά την αποχώρηση τους από την Ελλάδα είτε τοποθετούσαν τον επαναπατρισμό τους στο απώτερο μέλλον και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Βασική προϋπόθεση κατά κύριο λόγο γι’ αυτούς, ήταν η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας και του μη μισθολογικού κόστους, που επηρεάζει υπέρμετρα τα εισοδήματα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Το πολύ υψηλό μη μισθολογικό κόστος της παραγωγικής εργασίας, αλλά και η υπερφορολόγηση (έως 65% του μισθού σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρους), συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση του Brain Drain την εκάστοτε χρονική περίοδο, ενώ η έλλειψη αντιμετώπισής τους δεν δημιουργούσε τις συνθήκες για την άμεση διαχείριση του φαινομένου. Εκτός από την οικονομική κρίση, λοιπόν, το φαινόμενο αντανακλά ευρύτερες παραγωγικές και διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, οι οποίες αναδείχθηκαν και επιδεινώθηκαν εκείνη την δεκαετία. Η πρώτη βασική αδυναμία προέρχεται από το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο που δεν ευνοεί τη δημιουργία ποιοτικών, παραγωγικών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Αν συγκριθεί η πορεία της Ελλάδας και της Ε.Ε. όσον αφορά στη σχετική βαρύτητα των επαγγελμάτων υψηλών δεξιοτήτων, το 2018, η απόκλιση της Ελλάδας από το μέσο όρο της Ε.Ε. αναφορικά με το μερίδιο των επαγγελμάτων υψηλών δεξιοτήτων στη συνολική απασχόληση, ήταν 10,9 ποσοστιαίες μονάδες (31,2% έναντι 42,1%), ενώ το 2008 ήταν μόλις 3,4 ποσοστιαίες μονάδες (35,2% έναντι 38,6%). Την ίδια περίοδο, στις ηλικίες 25 - 34 ετών η Ελλάδα κατέλαβε την πρώτη θέση στην Ε.Ε., με το ποσοστό υπερειδικευμένης απασχόλησης να ανέρχεται στο 44,5%. Κοινός παρονομαστής των κλάδων που παρουσιάζουν υψηλή ένταση υπερειδικευμένης απασχόλησης είναι, σύμφωνα με έρευνα του ΣΕΒ, ο εσωστρεφής χαρακτήρας τους (δηλαδή παράγουν διεθνώς μη εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες) και η παροχή υπηρεσιών που δεν είναι έντασης γνώσης (π.χ. τουρισμός και εστίαση). Ειδικότερα, όσον αφορά στη μεταποίηση, η έρευνα έδειξε ότι η ένταση της υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης ποικίλει, ανάλογα με το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης. Ακόμη, μια σημαντική αδυναμία αποτελεί το σχετικά χαμηλό επίπεδο των καθαρών οικονομικών απολαβών που έχουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της υψηλής φορολογίας και των εισφορών εργαζομένων και επιχειρήσεων, που ανεβάζουν το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας. Με βάση στοιχεία σχετικών ερευνών, ένα συνεχώς διευρυνόμενο ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών, που υπερβαίνει το 50%, δυσκολεύεται να καλύψει τις οικονομικές του ανάγκες. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από την υψηλή και πολύ προοδευτική φορολόγηση των εισοδημάτων από την εργασία (έως 65% του μισθού σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρους). Brain Gain Πληροφορική και κατασκευές απορροφούν κυρίως όσους επέστρεψαν στην Ελλάδα Άλλη μια βασική αιτία εδράζεται στις μη ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα, καταγράφοντας κακή επίδοση στους περισσότερους δείκτες ποιότητας της εργασίας. Γενικότερα, οι Έλληνες παραδέχονται ότι τείνουν να εργάζονται σε εργασίες υψηλών απαιτήσεων από πλευράς ωραρίου και έντασης, που, όμως, δεν προσφέρουν αντίστοιχες ευκαιρίες και ανταμοιβές σε όρους αυτονομίας και εξέλιξης. Επίσης, οι σχετικές μετρήσεις δείχνουν ότι ο βαθμός ικανοποίησης των Ελλήνων εργαζομένων από την εργασία τους συνεχώς μειώνεται, ενώ η απόκλιση από τις ευρωπαϊκές τάσεις διευρύνεται. Οι κακές συνθήκες εργασίας, η αναξιοκρατία, η απουσία προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης, αναφέρονται εξάλλου ως βασικοί λόγοι φυγής σε σειρά εξειδικευμένων ερευνών, που έχουν διεξαχθεί σε άτομα που έχουν αποχωρήσει από τη χώρα. Τέταρτη βασική αδυναμία συνιστά το χαμηλό επίπεδο υποκειμενικής και υλικής ευημερίας των εργαζομένων, όπως αυτό μετράται με τους δείκτες ποιότητας ζωής. Η Ελλάδα καταλάμβανε την περίοδο της κρίσης την προτελευταία θέση στον ΟΟΣΑ και την τελευταία στην Ε.Ε. όσον αφορά στο δηλωθέν επίπεδο ικανοποίησης των πολιτών από τη ζωή τους. Παράλληλα, οι Έλληνες δήλωναν σε ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου ότι δεν είναι αισιόδοξοι για το μέλλον, με τη χώρα μας να καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην κατάταξη. Η Ελλάδα κατέγραψε επίσης τη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. όσον αφορά στην ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, με μέση τιμή ικανοποίησης 4,7 (με άριστα το 10). Ο αντίστοιχος μέσος όρος σε επίπεδο Ε.Ε. ήταν 6,3. Το παγκόσμιο φαινόμενο του «Brain Drain» Οι ροές των Ελλήνων μεταναστών της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου κατευθύνθηκαν κυρίως προς ένα μικρό αριθμό ευρωπαϊκών χωρών, με προεξάρχουσα τη Γερμανία που φαίνεται ότι απορρόφησε σχεδόν τους μισούς εξ αυτών. Σημαντική μετανάστευση υπήρξε επίσης προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Από τις υπερπόντιες businesstech Σύμφωνα με την έρευνα, η πλειονότητα των επαναπατρισθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν άνδρες (72%), ηλικίας 35 - 54 ετών (71%), υψηλής εξειδίκευσης (το 79% είναι κάτοχοι πτυχίου ή μεταπτυχιακού), με σπουδές στην Ελλάδα (87%, σύνολο ή μέρος των σπουδών) 50 #39 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2025
RkJQdWJsaXNoZXIy ODAxNzc=