7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025 | RETAIL BUSINESS #744 23 προκειμένου η νέα αύξηση των κατώτατων αποδοχών να μην εντείνει περαιτέρω τις ενδοκλαδικές ανισότητες στο εμπόριο, θα πρέπει να ανακοινωθούν αντισταθμιστικά μέτρα, όπως η περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών αλλά και η κατάργηση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος, η οποία πλήττει άνισα τις πολύ μικρές εμπορικές επιχειρήσεις. Στην ΕΣΕΕ επιμένουμε πως η αγορά γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τις ιδιαιτερότητες κάθε χρονικής συγκυρίας, τις αντοχές κάθε κλάδου και τις ανάγκες των εργαζομένων, γι’ αυτό και θα έπρεπε να της επιστραφεί η αποφασιστική αρμοδιότητα για το ύψος των κατώτατων αποδοχών, στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου για την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας». Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, σημείωσε τα εξής: «Ο κατώτατος μισθός, μετά την πέμπτη κατά σειρά αύξηση από το 2019, και μάλιστα με 6%, υπερδιπλάσια του ετήσιου πληθωρισμού, διαμορφώνεται το 2025 από τα 830 στα 880 ευρώ ή από τα 910 στα 968 ευρώ, με βάση τους 14 μισθούς. Παρά το γεγονός πως στην περίπτωση του καθορισμού του κατώτατου μισθού ισχύει το “άλλος κερνάει, βλέπε κυβέρνηση, άλλος πληρώνει, βλέπε επιχειρήσεις, και άλλος χαίρεται, βλέπε μισθωτούς”, θεωρώ πως η αύξηση που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός είναι μέσα στα πλαίσια των εργοδοτικών δυνατοτήτων μας. Με δεδομένο ότι η οικονομία είναι κυκλική, η αύξηση της οικονομικής δυνατότητας των νοικοκυριών, πέραν όλων των άλλων, θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της κινητικότητας στην αγορά. Το εισόδημα των μισθωτών είναι το “καύσιμο” για την αγορά, που καθορίζει τη “ροπή κατανάλωσης”, αλλά ταυτόχρονα και σημαντική επιπλέον φορολογητέα ύλη, που αναμένεται να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα πάνω από 1 δισ. ευρώ. Πιστεύω, λοιπόν, πως ως αντιστάθμισμα κάθε ετήσια αύξηση του μισθού θα πρέπει να συνοδεύεται με μια λελογισμένη ποσοστιαία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και άμεσων φόρων, εάν θέλουμε πράγματι να διατηρήσουμε την ικανότητα των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν νέους εργαζομένους και να αμείβουν αξιοπρεπώς τις δεξιότητες. Βεβαίως, αυτό δεν ισχύει για τον δημόσιο τομέα, όπου με 12 μισθούς, αντί για 14 ετησίως, και με 880 ευρώ μικτά ή 743 ευρώ καθαρά, δεν επαρκεί για να προσελκύσει εργαζομένους, μέσω ΑΣΕΠ, δημιουργώντας προβλήματα υποστελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών. Σε μια χρονιά που βλέπουμε τον πληθωρισμό να επιμένει, τις γεωπολιτικές αναμετρήσεις να συνεχίζονται και τον εμπορικό πόλεμο να κλιμακώνεται, ο στόχος για 950 ευρώ κατώτατο μισθό και 1.500 ευρώ μέσο μισθό μέχρι το 2027, μπορεί να μας δυσκολεύει, αλλά πρέπει να επιμείνουμε και να τα καταφέρουμε. Οι μικρομεσαίοι δεν ξεχνάμε πως το 2013 γυρίσαμε μισθολογικά στο 2005, με όλα τα επακόλουθα, και μας πήρε 11 χρόνια για να επιστρέψουμε, το 2023, στα προ μνημονίων επίπεδα του κατώτατου μισθού. Ο κατώτατος μισθός αφορά μόνο σε περίπου 575.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα και όλοι γνωρίζουμε πως δεν καθορίζει το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά είναι ένα βασικό σημείο αναφοράς, αφού η αύξησή του συμπαρασύρει 19 επιδόματα και επηρεάζει καθοριστικά τις τριετίες, τα επιδόματα και τα δώρα όλων των εργαζομένων». Ο πρόεδρος της ΓΣΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, με αφορμή την αύξηση του κατώτατου μισθού ανέφερε: «Η αύξηση βρίσκεται στα πλαίσια της λογικής. Δίνει μια ανάσα, χωρίς να λύνει τα προβλήματα των χαμηλόμισθων, αν δεν ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό της ακρίβειας. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να είναι εργαλείο πολιτικής στα χέρια οποιασδήποτε κυβέρνησης. Ζητάμε να επανέλθει η διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να αντεπεξέλθουν, καθώς η οικονομία εμφανίζει σταθεροποιητικές τάσεις. Για να αντιμετωπίσουμε ωστόσο την αύξηση του λειτουργικού κόστους, χρειάζεται περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους». Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, με ανακοίνωσή του τάσσεται υπέρ της αύξησης των κατώτερων απολαβών σε ιδιωτικό -και για πρώτη φορά ταυτόχρονα στον δημόσιο τομέα στα 880 ευρώ, από την 1η Απριλίου. «Σαφέστατα και είναι προς τη θετική κατεύθυνση η ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των περίπου 600.000 χαμηλά αμειβόμενων ιδιωτικών υπαλλήλων, αλλά και 700.000 δημοσίων υπαλλήλων σε όλες τις βαθμίδες», αναφέρει σχετικά. R
RkJQdWJsaXNoZXIy ODAxNzc=